ἁλυσιδωτάς — ἁλυσιδωτά̱ς , ἁλυσιδωτός wrought in chain fashion fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
αμυλόζη — Ένα από τα δύο συστατικά των αμυλόκοκκων, κύριων δομικών στοιχείων του αμύλου, που καταλαμβάνει τον κεντρικό πυρήνα τους. Αντιπροσωπεύει το 10 25% της μάζας του αμύλου (στο σιτάρι και τις πατάτες είναι γύρω στο 25%, ενώ στο καλαμπόκι, στο ρύζι… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κινηματογράφος — ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Η παρατεταμένη προϊστορία Στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα ο ελληνικός κινηματογράφος ακολουθεί κοινή πορεία με τον κινηματογράφο των υπόλοιπων μικρών περιφερειακών χωρών, οι οποίες παρακολουθούν με θαυμασμό και τάσεις… … Dictionary of Greek
αλυσιδωτός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο φτιαγμένος με αλυσίδες: Στο μεσαίωνα οι ιππότες φορούσαν αλυσιδωτό θώρακα. 2. αυτός που μοιάζει με αλυσίδα: Τα λάθη του ήταν αλυσιδωτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)